- εὐτόνους
- εὔτονοςwell-strungmasc/fem acc plεὐτονόωtone up'imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκελιφρός — και δ. γρφ. σκελεφρός, ά, όν, Α 1. αποξηραμένος 2. ξηρός, κατάξηρος 3. κάτισχνος («τοὺς...ἀνθρώπους εὐτόνους τε καὶ σκελιφροὺς...εἶναι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλλομαι «είμαι ξηρός» (βλ. λ. σκέλλω), πιθ. κατ επίδραση τών τ. σκληφρός*,… … Dictionary of Greek